συνυπεύθυνος

συνυπεύθυνος
-η, -ο
αυτός που ευθύνεται για κάτι μαζί με άλλον: Είναι και οι γονείς του συνυπεύθυνοι για το κατάντημά του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συνυπεύθυνος — η, ο, Ν αυτός που είναι υπεύθυνος από κοινού ή ταυτόχρονα με άλλον, συνυπόλογος. επίρρ... συνυπευθύνως και συνυπεύθυνα Ν με συνυπεύθυνο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + υπεύθυνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Ν. Παπαδόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • μεταίτιος — μεταίτιος, ον, θηλ. και ία (Α) συναίτιος, συνυπεύθυνος, συνένοχος («τοὺς... μεταιτίους τοῡ φόνου», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + αἴτιος (πρβλ. φιλ αίτιος)] …   Dictionary of Greek

  • συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω …   Dictionary of Greek

  • συνέκδοτος — ον, Α [συνεκδίδωμι] πιθ. συνυπεύθυνος …   Dictionary of Greek

  • συναίτιος — α, ο / συναίτιος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ία, ΜΑ [αἴτιος] ο επίσης αίτιος, συνυπεύθυνος νεοελλ. (νομ.) αυτός που συμμετέχει μαζί με άλλον σε αξιόποινη πράξη ως αυτουργός ή ως συνεργός μσν. αρχ. ο συνεργάτης, ο βοηθός, αυτός που συμβάλλει σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • συνευθύνω — ΝΜΑ [εὐθύνω] νεοελλ. μσν. (το μέσ.) συνευθυνομαι ευθύνομαι από κοινού με άλλον, είμαι συνυπεύθυνος αρχ. διορθώνω από κοινού με άλλον …   Dictionary of Greek

  • συνυπαίτιος — α, ο, Ν συνυπεύθυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + υπαίτιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • συνυπόλογος — η, ο, Ν [υπόλογος] αυτός που είναι υπόλογος από κοινού με κάποιον άλλο ή άλλους, συνυπεύθυνος …   Dictionary of Greek

  • ψυχιατρική — Κλάδος της ιατρικής, που έχει ως αντικείμενο την κλινική μελέτη των ψυχικών νοσημάτων και τη θεραπεία τους. Η ψ. ως επιστήμη είναι σχετικά πρόσφατη, αν και οι ψυχικές διαταραχές ήταν γνωστές από τους αρχαιότατους χρόνους και διάσημοι γιατροί και… …   Dictionary of Greek

  • Δαντόν — (Αρσί σιρ Ομπ 1759 – Παρίσι 1794). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Γάλλου πολιτικού Ζορζ Ζακ Νταντόν (Georges Jacques Danton). Ο Δ., που καταγόταν από επαρχιακή αστική οικογένεια, εγκαταστάθηκε το 1780 στο Παρίσι, όπου άσκησε το δικηγορικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”